κάμψεως

κάμψεως
κάμψεω̆ς , κάμψις
bending
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • вефакад — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. οἶκος κάμψεως) место, где пастухи привязывали овец… …   Словарь церковнославянского языка

  • λυγισμός — ο (AM λυγισμός) [λυγίζω] λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.) νεοελλ. φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα… …   Dictionary of Greek

  • ποδοκνημικός — ή, ό, Ν φρ. «ποδοκνημική άρθρωση» ανατ. η άρθρωση μεταξύ κνήμης και περόνης, με την οποία γίνονται οι κινήσεις κάμψεως εκτάσεως τού άκρου ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + κνήμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”